- κτηματίας
- οαυτός που έχει ιδιόκτητη ακίνητη περιουσία και μάλιστα αυτός που ζει από τα εισοδήματα των χτημάτων του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κτηματίας — και χτηματίας, ο κάτοχος μεγάλης ακίνητης, ιδίως αγροτικής, περιουσίας, ο οποίος συνήθως ζει από τα εισοδήματά της. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + κατάλ. ίας (πρβλ. αισθηματ ίας, εισοδηματ ίας). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αλ. Σούτσο] … Dictionary of Greek
Αλευρούτσος, Μιχαήλ — κτηματίας από την Αθήνα. Πήρε μέρος στον Αγώνα προσφέροντας σχεδόν όλη του την περιουσία. Κατατάχθηκε κι ο ίδιος στο σώμα του Σ. Ζαχαρίτσα και πολέμησε σε διάφορες μάχες … Dictionary of Greek
αμπελοκτηματίας — ο ιδιοκτήτης αμπελώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμπελος + κτηματίας. Η λ. πρωτοεμφανίζεται περί το 1852 στην εφημερίδα «Βελτίωσις»] … Dictionary of Greek
αρχοντονοικοκύρης — ο πλούσιος κτηματίας ή οικοδεσπότης … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
γεούχος — γεοῡχος, ο (AM) κάτοχος γης, κτηματίας … Dictionary of Greek
γεωμόρος — ο, η (AM γεωμόρος, Α και γημόρος και γαμόρος) αυτός στον οποίο ανήκει μερίδιο γης, ο κληρούχος, ο κτηματίας αρχ. 1. πληθ. oἱ γεωμόροι α) (στην Αθήνα) αυτοὶ που αποτελούσαν τη μέση γεωργικὴ τάξη (σε αντίθεση και με τους ευπατρίδες* και με τους… … Dictionary of Greek
ελαιοπαραγωγός — ή, ό 1. αυτός που παράγει λάδι ή ελιές 2. το αρσ. ως ουσ. ο ελαιοπαραγωγός κτηματίας που ασχολείται με παραγωγή και πώληση λαδιού … Dictionary of Greek
εχέτης — ἐχέτης, ὁ (Α) αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ *τού έχω (I) + κατάλ. έτης (πρβλ. ευν έτης, οφειλ έτης)] … Dictionary of Greek
εχεκτέανος — ἐχεκτέανος, ον (Α) αυτός που έχει μεγάλα κτήματα, ο κτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + κτέανον «κτήμα»] … Dictionary of Greek